- συναρχομένως
- Αεπίρρ.1. (για λέξεις που απαντούν με διπλό τύπο στην αρχή τού θέματος) ταυτόχρονα με άλλη αρχή («ἐνείκειε καὶ νείκειε συναρχομένως», Αν. Κρ.)2. με την ίδια αρχή («οἱ Ἴωνες καὶ οἱ ποιηταὶ συναρχομένως ποιοῡσι τοὺς παρῳχημένους τοῑς ἰδίοις ἐνεστῶσι», Αν. Κρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. ενεστ. συναρχόμενος τού συνάρχω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.